ἀχόρευτος
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
ἀχόρευτον,
A not trained in the dance or chorus, Pl.Lg.654a; not joining in the dance, Nonn. D. 44.125, al.
II not attended with the dance, γάμος Musae.274; especially in bad sense, ill suiting it, joyless, ὀνείδη S.El.1069 (lyr.); ἆται E.Tr.121 (lyr.); φάμα Telest.1.8.
Spanish (DGE)
-ον
I no celebrado con danzas o coros festivos γάμος Musae.274, συζυγίη ἀ. ... ὑμεναίων Nonn.D.4.323.
II que no merece ser celebrado con danzas ὀνείδη S.El.1069, ἆται E.Tr.121.
III 1de pers. que no participa en los coros o en la danza Σιληνός Nonn.D.21.192, οὐδέ τις ἦν ἀ. ἀνὰ πτόλιν Nonn.D.44.125
•como sinón. de ineducado Pl.Lg.654a.
2 de abstr. hostil a la danza φάμα Telest.1b.1.
German (Pape)
[Seite 419] der nicht mittanzt, vom Chor ausgeschlossen ist, Plat. Legg. II, 654 a; – nicht mit Tänzen gefeiert, trauervoll, ὀνείδη Soph. El. 1058; ἄτας ἀχορεύτους κελαδεῖν Eur. Troad. 121.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non accompagné de danses ; triste, affreux.
Étymologie: ἀ, χορεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀχόρευτος:
1 не сопровождаемый пляской, безрадостный (ὀνείδη Soph.; ἆται Eur.);
2 не умеющий танцевать, чуждый плясок (ὁ ἀπαίδευτος ἀ. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀχόρευτος: -ον, ὁ ἔξω τοῦ χοροῦ, ὁ μὲν ἀπαίδευτος ἀχόρευτος ἡμῖν ἔσται Πλάτ. Νόμ. 654Α. ΙΙ. ὅμοιον τῷ ἄχορος, μὴ συνοδευόμενος ὑπὸ χοροῦ, οὐδὲν ἡδονῆς ἔχων, ἀτερπής, ὀνείδη Σοφ. Ἠλ. 1069· ἆται Εὐρ. Τρῳ.121· φάμα Τελέστης 2. Bgk (Ἀθήν. 617Α).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀχόρευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει χορέψει
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει ασκηθεί στον χορό
2. όποιος δεν μετέχει σε χορό ή δεν συνοδεύεται από χορό, θλιβερός.
Greek Monotonic
ἀχόρευτος: -ον, αυτός που δεν ακολουθεί το χορό, λυπημένος, μελαγχολικός, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
χορεύω
not attended with the dance, joyless, melancholy, Soph., Eur.