αμετάβλητος: Difference between revisions
From LSJ
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάβλητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μεταβλήθηκε ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, [[αναλλοίωτος]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀμετάβλητο</i>(<i>ν</i>)<br />αμεταβλησία, [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀμεταβλήτως</i> και [[ἀμεταβλητί]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάβλητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μεταβλήθηκε ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, [[αναλλοίωτος]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀμετάβλητο</i>(<i>ν</i>)<br />αμεταβλησία, [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀμεταβλήτως</i> και [[ἀμεταβλητί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μεταβλητός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετάβλητος, -ον)
1. αυτός που δεν μεταβλήθηκε ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αναλλοίωτος, σταθερός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμετάβλητο(ν)
αμεταβλησία, σταθερότητα
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀμεταβλήτως και ἀμεταβλητί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἀ- στερ. + μεταβλητός.