αμετάβλητος: Difference between revisions

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάβλητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μεταβλήθηκε ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, [[αναλλοίωτος]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀμετάβλητο</i>(<i>ν</i>)<br />αμεταβλησία, [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀμεταβλήτως</i> και [[ἀμεταβλητί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μεταβλητός]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάβλητος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μεταβλήθηκε ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, [[αναλλοίωτος]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀμετάβλητο</i>(<i>ν</i>)<br />αμεταβλησία, [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀμεταβλήτως</i> και [[ἀμεταβλητί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μεταβλητός]].
}}
}}

Latest revision as of 23:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάβλητος, -ον)
1. αυτός που δεν μεταβλήθηκε ή δεν μπορεί να μεταβληθεί, αναλλοίωτος, σταθερός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀμετάβλητο(ν)
αμεταβλησία, σταθερότητα
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀμεταβλήτως και ἀμεταβλητί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ - στερ. + μεταβλητός.