ἀμεταβλητί
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
Adv., = ἀμεταβλήτως, fr. ἀμετάβλητος.
Spanish (DGE)
adv. incesante, continuamente glos. a ἀσπερχές Sch.Bek.Il.16.61.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεταβλητί: ἀμεταβλήτως, Σχόλ. εἰς Ἰλιάδος Π. ὡς ἐξήγησις τοῦ ἀσπερχές.
German (Pape)
Adv. ab ἀμετάβλητος.