αλπινιστής: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. -ίστρια)<br /><b>1.</b> αυτός που επιδίδεται στον αλπινισμό, ο [[ορειβάτης]]<br /><b>2.</b> στη στρατιωτική [[γλώσσα]] στον πληθυντικό <i>αλπινιστές</i>.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (θηλ. -ίστρια)<br /><b>1.</b> αυτός που επιδίδεται στον αλπινισμό, ο [[ορειβάτης]]<br /><b>2.</b> στη στρατιωτική [[γλώσσα]] στον πληθυντικό <i>αλπινιστές</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά του γαλλ. <i>alpiniste</i>]. | ||
}} | }} |