διόγνητος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(9)
 
(1b)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διόγνητος]], -ον (Α)<br />ο [[διογενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συντετμημένος τ. [[αντί]] <i>διογένητος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>διο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γένητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]].
|mltxt=[[διόγνητος]], -ον (Α)<br />ο [[διογενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συντετμημένος τ. [[αντί]] <i>διογένητος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>διο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γένητος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''διόγνητος:''' Hes. = [[διογενής]].
}}
}}

Revision as of 18:56, 31 December 2018

Greek Monolingual

διόγνητος, -ον (Α)
ο διογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. αντί διογένητος < διο- + -γένητος < γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

διόγνητος: Hes. = διογενής.