διόγνητος
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ον, contr. for Διογένητος, = διογενής, Hes. Sc. 340.
Spanish (DGE)
-ον
contr. por Διογένητος noble, bien nacido Ἰόλαος Hes.Sc.340, Φλεγύαο διογνήτοιο θύγατρα Hes.Fr.60, cf. EM 277.19G.
Greek Monolingual
διόγνητος, -ον (Α)
ο διογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. αντί διογένητος < διο- + -γένητος < γίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
διόγνητος: Hes. = διογενής.
German (Pape)
(für διογένητος) = διογενής, Hes. Sc. 340.