Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διερέσσω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διερέσσω]] (Α) [[ερέσσω]]<br /><b>1.</b> [[κωπηλατώ]], [[κολυμπώ]] με όλες μου τις δυνάμεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διερέσσω]] χέρας» — [[κουνώ]] τα χέρια μου [[προς]] διάφορες κατευθύνσεις.
|mltxt=[[διερέσσω]] (Α) [[ερέσσω]]<br /><b>1.</b> [[κωπηλατώ]], [[κολυμπώ]] με όλες μου τις δυνάμεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διερέσσω]] χέρας» — [[κουνώ]] τα χέρια μου [[προς]] διάφορες κατευθύνσεις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διερέσσω:''' μέλ. <i>-ερέσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ήρεσα</i>, ποιητ. <i>-ήρεσσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κωπηλατώ]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, <i>χερσὶ δ</i>., [[κολυμπώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., δ. [[τὰς]] [[χέρας]], τα [[κουνώ]] προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερέσσω Medium diacritics: διερέσσω Low diacritics: διερέσσω Capitals: ΔΙΕΡΕΣΣΩ
Transliteration A: dieréssō Transliteration B: dieressō Transliteration C: dieresso Beta Code: diere/ssw

English (LSJ)

aor. -ήρεσα, poet.

   A -ήρεσσα Od.14.351:—row about, χερσὶ δ. to swim, 12.444, 14.351.    2 c. acc., δ. χέρας wave them about, E.Tr.1258 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

διερέσσω: μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258.

French (Bailly abrégé)

1 ramer à travers;
2 tr. agiter comme des rames.
Étymologie: διά, ἐρέσσω.

English (Autenrieth)

only aor. διήρεσα, paddled hard, χερσί, Od. 12.444 and Od. 14.351.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διήρεσα Od.12.444, διήρεσσα Od.14.351]
1 c. dat. servirse, mover como remo ἑζόμενος δ' ἐπὶ τοῖσι διήρεσα χερσὶν ἐμῇσι montado sobre ellos (los restos del naufragio) me serví de mis manos como remo, Od.12.444, cf. 14.351.
2 c. ac. mover como remo, agitar χέρας E.Tr.1258.

Greek Monolingual

διερέσσω (Α) ερέσσω
1. κωπηλατώ, κολυμπώ με όλες μου τις δυνάμεις
2. φρ. «διερέσσω χέρας» — κουνώ τα χέρια μου προς διάφορες κατευθύνσεις.

Greek Monotonic

διερέσσω: μέλ. -ερέσω, αόρ. αʹ -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα·
1. κωπηλατώ προς διαφορετικές κατευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμπώ, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ., δ. τὰς χέρας, τα κουνώ προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Ευρ.