Anonymous

διερέσσω: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διερέσσω]] (Α) [[ερέσσω]]<br /><b>1.</b> [[κωπηλατώ]], [[κολυμπώ]] με όλες μου τις δυνάμεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διερέσσω]] χέρας» — [[κουνώ]] τα χέρια μου [[προς]] διάφορες κατευθύνσεις.
|mltxt=[[διερέσσω]] (Α) [[ερέσσω]]<br /><b>1.</b> [[κωπηλατώ]], [[κολυμπώ]] με όλες μου τις δυνάμεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διερέσσω]] χέρας» — [[κουνώ]] τα χέρια μου [[προς]] διάφορες κατευθύνσεις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διερέσσω:''' μέλ. <i>-ερέσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ήρεσα</i>, ποιητ. <i>-ήρεσσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[κωπηλατώ]] προς διαφορετικές κατευθύνσεις, <i>χερσὶ δ</i>., [[κολυμπώ]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., δ. [[τὰς]] [[χέρας]], τα [[κουνώ]] προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Ευρ.
}}
}}