ελαιοπαραγωγός: Difference between revisions

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
(11)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[λάδι]] ή ελιές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ελαιοπαραγωγός]]<br />[[κτηματίας]] που ασχολείται με [[παραγωγή]] και [[πώληση]] λαδιού.
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει [[λάδι]] ή ελιές<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ελαιοπαραγωγός]]<br />[[κτηματίας]] που ασχολείται με [[παραγωγή]] και [[πώληση]] λαδιού.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που παράγει λάδι ή ελιές
2. το αρσ. ως ουσ. ο ελαιοπαραγωγός
κτηματίας που ασχολείται με παραγωγή και πώληση λαδιού.