Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ωριμότητα: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
(47c)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὡριμότης]], -ότητος, ΝΜΑ [[ώριμος]]<br />(για καρπούς) η [[ιδιότητα]] ή η [[κατάσταση]] του ώριμου, το [[μέστωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) η [[κατάσταση]] πλήρους σωματικής ανάπτυξης και πνευματικής συγκρότησης.
|mltxt=η / [[ὡριμότης]], -ότητος, ΝΜΑ [[ώριμος]]<br />(για καρπούς) η [[ιδιότητα]] ή η [[κατάσταση]] του ώριμου, το [[μέστωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) η [[κατάσταση]] πλήρους σωματικής ανάπτυξης και πνευματικής συγκρότησης.
}}
{{trml
|trtx=Bulgarian: зрялост; Czech: zralost; Galician: sazón; Greek: [[ωριμότητα]]; Irish: aibíocht, abúlacht; Latin: [[maturitas]]; Manx: appeeys; Polish: dojrzałość; Quechua: puqu; Spanish: [[madurez]], [[sazón]]
}}
}}

Latest revision as of 13:09, 16 October 2022

Greek Monolingual

η / ὡριμότης, -ότητος, ΝΜΑ ώριμος
(για καρπούς) η ιδιότητα ή η κατάσταση του ώριμου, το μέστωμα
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) η κατάσταση πλήρους σωματικής ανάπτυξης και πνευματικής συγκρότησης.

Translations

Bulgarian: зрялост; Czech: zralost; Galician: sazón; Greek: ωριμότητα; Irish: aibíocht, abúlacht; Latin: maturitas; Manx: appeeys; Polish: dojrzałość; Quechua: puqu; Spanish: madurez, sazón