αγήλατος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγήλατος]], -ον (Α)<br />αυτός που διώχνει το [[ἄγος]], το [[βδέλυγμα]], την [[κατάρα]], ο [[εξαγνιστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἐλαύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀγηλατῶ</i>].
|mltxt=[[ἀγήλατος]], -ον (Α)<br />αυτός που διώχνει το [[ἄγος]], το [[βδέλυγμα]], την [[κατάρα]], ο [[εξαγνιστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἐλαύνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀγηλατῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγήλατος, -ον (Α)
αυτός που διώχνει το ἄγος, το βδέλυγμα, την κατάρα, ο εξαγνιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγος + ἐλαύνω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγηλατῶ].