αθεσμόβιος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀθεσμόβιος]], -ιον (Α)<br />αυτός που ζει έξω από την [[ηθική]] [[τάξη]], [[εκτός]] νόμου, [[άνομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄθεσμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>βιῶ</i>].
|mltxt=[[ἀθεσμόβιος]], -ιον (Α)<br />αυτός που ζει έξω από την [[ηθική]] [[τάξη]], [[εκτός]] νόμου, [[άνομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄθεσμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>βιῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀθεσμόβιος, -ιον (Α)
αυτός που ζει έξω από την ηθική τάξη, εκτός νόμου, άνομος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄθεσμος + -βιος < βιῶ].