αιγιπόδης: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰγιπόδης]], ο (Α)<br />γιδοπόδαρος, αυτός που έχει πόδια κατσίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἴξ</i>, -<i>γὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], -<i>δός</i>].
|mltxt=[[αἰγιπόδης]], ο (Α)<br />γιδοπόδαρος, αυτός που έχει πόδια κατσίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἴξ</i>, -<i>γὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πόδης</i> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], -<i>δός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

αἰγιπόδης, ο (Α)
γιδοπόδαρος, αυτός που έχει πόδια κατσίκας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ, -γὸς + -πόδης < πούς, -δός].