εύκομπος: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(15) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔκομπος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί [[δυνατά]], που κροτεί με θόρυβο ( | |mltxt=[[εὔκομπος]], -ον (Α)<br />αυτός που ηχεί [[δυνατά]], που κροτεί με θόρυβο («πλαγαῖς εὐκόμποις» — με ισχυρά, θορυβώδη χτυπήματα, <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] «[[θόρυβος]] με [[αντήχηση]]»]. | ||
}} | }} |