αιγόκερως: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ω) και μεταγενέστερα (-ωτος), ο (Α [[αἰγόκερως]]) (Α και ως επίθ. -<i>ως</i>, -<i>ων</i>)<br /><b>ως ουσ.</b> [[αστερισμός]] του ζωδιακού κύκλου, ο Αιγόκερως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει κέρατα τράγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἴξ</i>-<i>γὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρως</i> <span style="color: red;"><</span> γεν. <i>κέρα</i>(<i>σ</i>)<i>ος</i> της λ. [[κέρας]].
|mltxt=(-ω) και μεταγενέστερα (-ωτος), ο (Α [[αἰγόκερως]]) (Α και ως επίθ. -<i>ως</i>, -<i>ων</i>)<br /><b>ως ουσ.</b> [[αστερισμός]] του ζωδιακού κύκλου, ο Αιγόκερως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που έχει κέρατα τράγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἴξ</i>-<i>γὸς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κέρως</i> <span style="color: red;"><</span> γεν. <i>κέρα</i>(<i>σ</i>)<i>ος</i> της λ. [[κέρας]].
}}
}}

Latest revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

(-ω) και μεταγενέστερα (-ωτος), ο (Α αἰγόκερως) (Α και ως επίθ. -ως, -ων)
ως ουσ. αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, ο Αιγόκερως
αρχ.
ως επίθ. αυτός που έχει κέρατα τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ-γὸς + -κέρως < γεν. κέρα(σ)ος της λ. κέρας.