ζωοσταγής: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source
(16)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ζωοσταγής]], -ές (Μ)<br />αυτός που στάζει ζωή («[[ζωοσταγής]] [[βότρυς]]», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στάζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>σταγής</i>, <i>μελι</i>-<i>σταγής</i>].
|mltxt=[[ζωοσταγής]], -ές (Μ)<br />αυτός που στάζει ζωή («[[ζωοσταγής]] [[βότρυς]]», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στάζω]]), [[πρβλ]]. <i>αιμο</i>-<i>σταγής</i>, <i>μελι</i>-<i>σταγής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:16, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

ζωοσταγής: -ές, ὁ στάζων ζωήν, βότρυς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne).

Greek Monolingual

ζωοσταγής, -ές (Μ)
αυτός που στάζει ζωή («ζωοσταγής βότρυς», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -σταγης (< στάζω), πρβλ. αιμο-σταγής, μελι-σταγής].