ζωοσταγής

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek (Liddell-Scott)

ζωοσταγής: -ές, ὁ στάζων ζωήν, βότρυς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne).

Greek Monolingual

ζωοσταγής, -ές (Μ)
αυτός που στάζει ζωή («ζωοσταγής βότρυς», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -σταγης (< στάζω), πρβλ. αιμοσταγής, μελισταγής].