ιερακάριος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερακάριος]], ὁ (ΑΜ)<br />ο [[γερακάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[άριος]], <i>το</i> οποίο έχει εισαχθεί από τη Λατινική (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βερεδ</i>-[[άριος]], <i>υποθηκ</i>-[[άριος]])].
|mltxt=[[ἱερακάριος]], ὁ (ΑΜ)<br />ο [[γερακάρης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. <span style="color: red;"><</span> [[ιέραξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[άριος]], <i>το</i> οποίο έχει εισαχθεί από τη Λατινική ([[πρβλ]]. <i>βερεδ</i>-[[άριος]], <i>υποθηκ</i>-[[άριος]])].
}}
}}

Revision as of 09:51, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱερακάριος, ὁ (ΑΜ)
ο γερακάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. < ιέραξ, -ακος + επίθημα -άριος, το οποίο έχει εισαχθεί από τη Λατινική (πρβλ. βερεδ-άριος, υποθηκ-άριος)].