ιππηγέτης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
(17)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππηγέτης]], ὁ (Α)<br />(για τον Ποσειδώνα) αυτός που οδηγεί ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ήγοῡμαι</i>)].
|mltxt=[[ἱππηγέτης]], ὁ (Α)<br />(για τον Ποσειδώνα) αυτός που οδηγεί ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ήγοῦμαι</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 16:26, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἱππηγέτης, ὁ (Α)
(για τον Ποσειδώνα) αυτός που οδηγεί ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + ἡγέτης (< ήγοῦμαι)].