διασπαστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(9)
m (Text replacement - "]]g" to "]] g")
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[discordante]]glos. a [[διχόφρων]] Sch.A.<i>Th</i>.899e.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[discordante]] glos. a [[διχόφρων]] Sch.A.<i>Th</i>.899e.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που προκαλεί [[διάσπαση]] ή αναφέρεται σ' αυτήν.
|mltxt=-ή, -ό<br />αυτός που προκαλεί [[διάσπαση]] ή αναφέρεται σ' αυτήν.
}}
}}

Latest revision as of 18:22, 18 December 2021

Spanish (DGE)

-ή, -όν
discordante glos. a διχόφρων Sch.A.Th.899e.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που προκαλεί διάσπαση ή αναφέρεται σ' αυτήν.