3,277,241
edits
(18) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κάλυξ]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κάλυκας]]. | |mltxt=[[κάλυξ]], ὁ, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κάλυκας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κάλυξ:''' [ᾰ], -ῠκος, ἡ ([[καλύπτω]]), [[περικάλυμμα]], χρησιμοποιούμενο μόνο για λουλούδια, [[άνθη]] και καρπούς·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φλοιός]] ή [[περικάρπιο]] [[φυτών]], σε Ηρόδ.· <i>κάλυκος ἐν λοχεύμασι</i>, δηλ. όταν αρχίσει να δένει ο [[καρπός]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάλυκας]] άνθους, [[μπουμπούκι]], [[μπουμπούκι]] τριαντάφυλλου, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> σε Ομήρ. Ιλ. Σ. 401, <i>κάλυκες</i>, τα σκουλαρίκια έμοιαζαν, φαίνονταν σαν κάλυκες άνθους. | |||
}} | }} |