έρρυθμος: Difference between revisions

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
(14)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον και [[ένρυθμος]], -ον (A [[ἔρρυθμος]], -ον και [[ἔνρυθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ρυθμό, που γίνεται με ρυθμό, ο [[ρυθμικός]] («[[ἔρρυθμος]] [[λόγος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> [[ρυθμός]], με [[αφομοίωση]] του -<i>ν</i>- [[προς]] το -<i>ρ</i>-].
|mltxt=-ον και [[ένρυθμος]], -ον (A [[ἔρρυθμος]], -ον και [[ἔνρυθμος]], -ον)<br />αυτός που έχει ρυθμό, που γίνεται με ρυθμό, ο [[ρυθμικός]] («[[ἔρρυθμος]] [[λόγος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εν</i> <span style="color: red;">+</span> [[ρυθμός]], με [[αφομοίωση]] του -<i>ν</i>- [[προς]] το -<i>ρ</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 22:00, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ον και ένρυθμος, -ον (A ἔρρυθμος, -ον και ἔνρυθμος, -ον)
αυτός που έχει ρυθμό, που γίνεται με ρυθμό, ο ρυθμικόςἔρρυθμος λόγος»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εν + ρυθμός, με αφομοίωση του -ν- προς το -ρ-].