έρρυθμος

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source

Greek Monolingual

-ον και ένρυθμος, -ον (A ἔρρυθμος, -ον και ἔνρυθμος, -ον)
αυτός που έχει ρυθμό, που γίνεται με ρυθμό, ο ρυθμικόςἔρρυθμος λόγος»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εν + ρυθμός, με αφομοίωση του -ν- προς το -ρ-].