καστανικός: Difference between revisions
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(19) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=καστανικός | |||
|Medium diacritics=καστανικός | |||
|Low diacritics=καστανικός | |||
|Capitals=ΚΑΣΤΑΝΙΚΟΣ | |||
|Transliteration A=kastanikós | |||
|Transliteration B=kastanikos | |||
|Transliteration C=kastanikos | |||
|Beta Code=kastaniko/s | |||
|Definition=v. [[κάστανα]]. | |||
}} | |||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καστανικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[καστανιά]] («βάλανοι καστανικαί», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάστανον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>]. | |mltxt=[[καστανικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[καστανιά]] («βάλανοι καστανικαί», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάστανον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 31 January 2021
English (LSJ)
v. κάστανα.
Greek Monolingual
καστανικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καστανιά («βάλανοι καστανικαί», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + κατάλ. -ικός].