καταρρακτικῶς: Difference between revisions
From LSJ
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
(19) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katarraktikos | |Transliteration C=katarraktikos | ||
|Beta Code=katarraktikw=s | |Beta Code=katarraktikw=s | ||
|Definition=Adv. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=Adv. <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[rushing down]], [[swooping]], <span class="bibl">Eust.688.52</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:45, 30 June 2020
English (LSJ)
Adv.
A rushing down, swooping, Eust.688.52.
Greek (Liddell-Scott)
καταρρακτικῶς: μὲ ὁρμήν, ὁρμητικῶς, δίκην καταρράκτου, «θαλάσσης ἠρέμα καὶ οὐ κατ. ἐν τῷ πλημμμύρειν ἐπιβαινούσης εἰς τὴν γῆν» Εὐστ. 688, 52.
Greek Monolingual
καταρρακτικῶς και καταρακτικά (Μ)
επίρρ. σαν καταρράκτης, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταρράκτης, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. επιθ. καταρρακτικός].