καταχρυσώ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(20)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=καταχρυσῶ, -όω (AM, Μ και [[καταχρυσώνω]]) [[κατάχρυσος]]<br />[[καλύπτω]] με χρυσό, [[χρυσοστολίζω]], [[επιχρυσώνω]] («νηῷ σμικρῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[λαμπρύνω]], [[κοσμώ]] («τὴν πόλιν καταχρυσοῡντες καὶ καλλωπίζοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[εκθειάζω]], [[επαινώ]] («κατεχρύσου πᾱς ἀνὴρ Εὐριπίδην», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>καταχρυσοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />δοξάζομαι.
|mltxt=καταχρυσῶ, -όω (AM, Μ και [[καταχρυσώνω]]) [[κατάχρυσος]]<br />[[καλύπτω]] με χρυσό, [[χρυσοστολίζω]], [[επιχρυσώνω]] («νηῷ σμικρῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[λαμπρύνω]], [[κοσμώ]] («τὴν πόλιν καταχρυσοῡντες καὶ καλλωπίζοντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[εκθειάζω]], [[επαινώ]] («κατεχρύσου πᾱς ἀνὴρ Εὐριπίδην», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>καταχρυσοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />δοξάζομαι.
}}
}}

Revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

καταχρυσῶ, -όω (AM, Μ και καταχρυσώνω) κατάχρυσος
καλύπτω με χρυσό, χρυσοστολίζω, επιχρυσώνω («νηῷ σμικρῷ ξυλίνῳ κατακεχρυσωμένῳ», Ηρόδ.)
αρχ.
1. μτφ. λαμπρύνω, κοσμώ («τὴν πόλιν καταχρυσοῡντες καὶ καλλωπίζοντες», Πλούτ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) εκθειάζω, επαινώ («κατεχρύσου πᾱς ἀνὴρ Εὐριπίδην», Αριστοφ.)
3. παθ. καταχρυσοῦμαι, -όομαι
δοξάζομαι.