κρανίο: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κρανίον]])<br /><b>1.</b> ο [[σκελετός]] της κεφαλής και ειδικότερα το οστέινο [[κύτος]] που περιέχει τον εγκέφαλο<br /><b>2.</b> το [[κεφάλι]]<br /><b>3.</b> [[νεκροκεφαλή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Κρανίου [[τόπος]]» — ο Γολγοθάς («... εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾱ, ὅ ἐστι λεγόμενος Κρανίου [[τόπος]]», ΚΔ)<br /><b>μσν.</b><br />[[πονοκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κρἄνον</i> (β' συνθετικό πολλών συνθέτων, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κιονό</i>-<i>κρανον</i>, <i>ωλέ</i>-<i>κρανον</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιον</i>. Ο τ. [[κράνον]] θα [[πρέπει]] να προήλθε [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> <i>κρασ</i>-<i>νον</i>, [[οπότε]] αποτελεί παρ. μιας λ. με σημ. «[[κεφάλι]]», της οποίας σώζεται η γεν. <i>κρά</i>-<i>ατος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κράσ</i>-<i>ατος</i>, <b>βλ. λ.</b> [[κραίνω]] [Ι]) [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]], γεν. [[κρατός]], αναγόμενος στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>kr</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-<i>ә</i> «[[κέρας]], [[κεφαλή]]» ή στην παρεκτεταμένη της [[μορφή]] <i>krs</i>-<i>n</i>. Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κράνα]]<br />[[κεφαλή]] [[είναι]] αμφίβολης γνησιότητας. Η λ. ως α' συνθετικό απαντά σε πολλούς διεθνείς ιατρικούς όρους, οι οποίοι στην Ελληνική εμφανίζονται ως αντιδάνειες (<b>[[πρβλ]].</b> [[κρανιοθρυψία]], [[κρανιοπλαστική]])].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[κρανιακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρανιωτά]], <i>τα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κρανιόλειος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κρανιοκέφαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρανιεκτομή]], [[κρανιηλασία]], <i>κρανιόγραμμα</i>, <i>κρανιογράφημα</i>, [[κρανιογραφία]], <i>κρανιογραφικός</i>, <i>κρανιογράφος</i>, [[κρανιοειδής]], [[κρανιοθηρία]], [[κρανιοθλάστης]], <i>κρανιοθραύστης</i>, <i>κρανιοθρύπτης</i>, [[κρανιοθρυψία]], <i>κρανιοκλασία</i>, <i>κρανιοκλάστης</i>, [[κρανιολατρεία]], [[κρανιολογία]], [[κρανιολογικός]], [[κρανιολόγος]], [[κρανιομαλάκυνση]], [[κρανιομαντεία]], [[κρανιομαντικός]], <i>κρανιοπλαστία</i>, [[κρανιοσκοπία]], [[κρανιοσκοπικός]], [[κρανιοσκόπος]], <i>κρανιοστάτης</i>, [[κρανιοσωματικός]], [[κρανιοτομία]], <i>κρανιοτόμος</i>, [[κρανιοφαρυγγίωμα]], <i>κρανιοφόρο</i>. (Β' συνθετικό) -κρανο(ν): [[δίκρανο]](<i>ν</i>), [[επίκρανο]](<i>ν</i>), <i>κιονόκρανω</i>(<i>ν</i>), [[ωλέκρανο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[βούκρανον]], [[ημίκρανον]], [[κιόκρανον]], <i>λέκρανον</i>, [[λεοντόκρανον]], [[μεσόκρανον]], [[ολέκρανον]], [[οχετόκρανον]], [[πάγκρανον]], [[περίκρανον]], [[ποτίκρανον]], [[τοιχόκρανον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρίκρανο]], [[ωλενόκρανο]]].
|mltxt=το (AM [[κρανίον]])<br /><b>1.</b> ο [[σκελετός]] της κεφαλής και ειδικότερα το οστέινο [[κύτος]] που περιέχει τον εγκέφαλο<br /><b>2.</b> το [[κεφάλι]]<br /><b>3.</b> [[νεκροκεφαλή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Κρανίου [[τόπος]]» — ο Γολγοθάς («... εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾱ, ὅ ἐστι λεγόμενος Κρανίου [[τόπος]]», ΚΔ)<br /><b>μσν.</b><br />[[πονοκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>κρἄνον</i> (β' συνθετικό πολλών συνθέτων, [[πρβλ]]. <i>κιονό</i>-<i>κρανον</i>, <i>ωλέ</i>-<i>κρανον</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιον</i>. Ο τ. [[κράνον]] θα [[πρέπει]] να προήλθε [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> <i>κρασ</i>-<i>νον</i>, [[οπότε]] αποτελεί παρ. μιας λ. με σημ. «[[κεφάλι]]», της οποίας σώζεται η γεν. <i>κρά</i>-<i>ατος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κράσ</i>-<i>ατος</i>, <b>βλ. λ.</b> [[κραίνω]] [Ι]) [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]], γεν. [[κρατός]], αναγόμενος στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>kr</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>-<i>ә</i> «[[κέρας]], [[κεφαλή]]» ή στην παρεκτεταμένη της [[μορφή]] <i>krs</i>-<i>n</i>. Η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κράνα]]<br />[[κεφαλή]] [[είναι]] αμφίβολης γνησιότητας. Η λ. ως α' συνθετικό απαντά σε πολλούς διεθνείς ιατρικούς όρους, οι οποίοι στην Ελληνική εμφανίζονται ως αντιδάνειες ([[πρβλ]]. [[κρανιοθρυψία]], [[κρανιοπλαστική]])].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[κρανιακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρανιωτά]], <i>τα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[κρανιόλειος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κρανιοκέφαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρανιεκτομή]], [[κρανιηλασία]], <i>κρανιόγραμμα</i>, <i>κρανιογράφημα</i>, [[κρανιογραφία]], <i>κρανιογραφικός</i>, <i>κρανιογράφος</i>, [[κρανιοειδής]], [[κρανιοθηρία]], [[κρανιοθλάστης]], <i>κρανιοθραύστης</i>, <i>κρανιοθρύπτης</i>, [[κρανιοθρυψία]], <i>κρανιοκλασία</i>, <i>κρανιοκλάστης</i>, [[κρανιολατρεία]], [[κρανιολογία]], [[κρανιολογικός]], [[κρανιολόγος]], [[κρανιομαλάκυνση]], [[κρανιομαντεία]], [[κρανιομαντικός]], <i>κρανιοπλαστία</i>, [[κρανιοσκοπία]], [[κρανιοσκοπικός]], [[κρανιοσκόπος]], <i>κρανιοστάτης</i>, [[κρανιοσωματικός]], [[κρανιοτομία]], <i>κρανιοτόμος</i>, [[κρανιοφαρυγγίωμα]], <i>κρανιοφόρο</i>. (Β' συνθετικό) -κρανο(ν): [[δίκρανο]](<i>ν</i>), [[επίκρανο]](<i>ν</i>), <i>κιονόκρανω</i>(<i>ν</i>), [[ωλέκρανο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[βούκρανον]], [[ημίκρανον]], [[κιόκρανον]], <i>λέκρανον</i>, [[λεοντόκρανον]], [[μεσόκρανον]], [[ολέκρανον]], [[οχετόκρανον]], [[πάγκρανον]], [[περίκρανον]], [[ποτίκρανον]], [[τοιχόκρανον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τρίκρανο]], [[ωλενόκρανο]]].
}}
}}