λαγόχειλος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λαγώχειλος]], -η, -ο (Α [[λαγώχειλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρουσιάζει [[λαγοχειλία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λαγώχειλο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[λαγοχειλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[λαγός]] <span style="color: red;">+</span> [[χεῖλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ισό</i>-<i>χειλος</i>, <i>παχύ</i>-<i>χειλος</i>].
|mltxt=και [[λαγώχειλος]], -η, -ο (Α [[λαγώχειλος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που παρουσιάζει [[λαγοχειλία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λαγώχειλο</i>(<i>ν</i>)<br />η [[λαγοχειλία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[λαγός]] <span style="color: red;">+</span> [[χεῖλος]] ([[πρβλ]]. <i>ισό</i>-<i>χειλος</i>, <i>παχύ</i>-<i>χειλος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

και λαγώχειλος, -η, -ο (Α λαγώχειλος, -ον)
1. αυτός που παρουσιάζει λαγοχειλία
2. το ουδ. ως ουσ. το λαγώχειλο(ν)
η λαγοχειλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. λαγός + χεῖλος (πρβλ. ισό-χειλος, παχύ-χειλος].