λαγοχειλία
Greek Monolingual
και λαγωχειλία, η
σχετικά συχνή συγγενής παραμόρφωση κατά την οποία δεν πραγματοποιείται η σύγκλειση της στοματορρινικής σχισμής του εμβρύου τον πρώτο μήνα εμβρυϊκής ζωής, με αποτέλεσμα την παρουσία σχισμής στο άνω χείλος, κάτω από τον ένα ή και τους δύο ρώθωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + -χειλία (< χεῖλος). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. harelip, clett lip].