λειψίφως: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(22)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειψίφως]], -ωτος, τὸ (ΑM)<br />ελλειπές, ελαττωμένο, άτονο φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειψι</i>- (<b>βλ.</b> [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>φῶς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ημί</i>-<i>φως</i>), σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]].
|mltxt=[[λειψίφως]], -ωτος, τὸ (ΑM)<br />ελλειπές, ελαττωμένο, άτονο φως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λειψι</i>- (<b>βλ.</b> [[λείπω]]) <span style="color: red;">+</span> <i>φῶς</i> ([[πρβλ]]. <i>ημί</i>-<i>φως</i>), σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
}}

Revision as of 14:32, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 27] ωτος, = Vorigem, Eust. 811, 63.

Spanish

que ha abandonado la luz

Greek Monolingual

λειψίφως, -ωτος, τὸ (ΑM)
ελλειπές, ελαττωμένο, άτονο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψι- (βλ. λείπω) + φῶς (πρβλ. ημί-φως), σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος.