Anonymous

μάλα: Difference between revisions

From LSJ
6,684 bytes added ,  30 December 2018
5
(24)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[μάλα]])<br /><b>επίρρ.</b> <b>νεοελλ.</b> (ενάρθρως) <i>τα [[μάλα]]<br />[[πάρα]] πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε μεγάλο βαθμό, πολύ (α. «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῡσα, πολύτροπον, ὃς [[μάλα]] πολλὰ πλάγχθη», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «μάλ' εὖ ἄμουσοι», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «θώματα δὲ γῆ ἡ Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ [[μάλα]] ἔχει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> πολλές φορές χρησιμοποιείται για [[επίταση]] ισχυρισμού ο [[οποίος]] εκφράζεται από μια [[πρόταση]] («Γλαῡκε πέπον, πολεμιστὰ μετ' ἀνδράσι, νῡν σε [[μάλα]] χρὴ αἰχμητήν τ' ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> στην [[αρχή]] πρότασης χρησιμοποιείται και ως βεβαιωτικό για να δώσει [[έμφαση]] («ἦ [[μάλα]] δή τινα [[Κύπρις]] Ἀχαιϊάδων ἀνιεῑσα Τρωσὶν ἅμ' ἑσπέσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μάλα]] γε» ή «[[μάλα]] τοι» ή «καὶ [[μάλα]]» ή «καὶ [[μάλα]] γε» ή «καὶ [[μάλα]] δή» — βεβαίως, [[μάλιστα]]<br />β) «[[μάλα]] [[πάντα]]» — όλα ανεξαιρέτως<br />γ) «[[μάλα]] [[μόλις]]» — [[μόλις]] και [[μετά]] βίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[μάλα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δίχα]], [[κρύφα]], [[λάθρα]]) ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ml</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mel</i>- «[[μεγάλος]], [[δυνατός]], [[πολύς]], [[ωραίος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>multus</i> «[[πολύς]]», λεττον. <i>milus</i> «πολύ»). Ο [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] του επιρρ., [[μᾶλλον]], σχηματισμένος όπως το συγκριτικό του επιρρ. [[τάχα]], <i>θᾱσσον</i>, εμφανίζει μακρό -<i>ᾱ</i>- [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ᾰ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>melius</i>, [[συγκριτικός]] του επιθ. <i>bonus</i> «[[ωραίος]]»). Ο τ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. [[μαλερός]] «[[ορμητικός]], [[βίαιος]]»].
|mltxt=(Α [[μάλα]])<br /><b>επίρρ.</b> <b>νεοελλ.</b> (ενάρθρως) <i>τα [[μάλα]]<br />[[πάρα]] πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σε μεγάλο βαθμό, πολύ (α. «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῡσα, πολύτροπον, ὃς [[μάλα]] πολλὰ πλάγχθη», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «μάλ' εὖ ἄμουσοι», <b>Πλάτ.</b><br />γ. «θώματα δὲ γῆ ἡ Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ [[μάλα]] ἔχει», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> πολλές φορές χρησιμοποιείται για [[επίταση]] ισχυρισμού ο [[οποίος]] εκφράζεται από μια [[πρόταση]] («Γλαῡκε πέπον, πολεμιστὰ μετ' ἀνδράσι, νῡν σε [[μάλα]] χρὴ αἰχμητήν τ' ἔμεναι καὶ θαρσαλέον πολεμιστήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> στην [[αρχή]] πρότασης χρησιμοποιείται και ως βεβαιωτικό για να δώσει [[έμφαση]] («ἦ [[μάλα]] δή τινα [[Κύπρις]] Ἀχαιϊάδων ἀνιεῑσα Τρωσὶν ἅμ' ἑσπέσθαι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μάλα]] γε» ή «[[μάλα]] τοι» ή «καὶ [[μάλα]]» ή «καὶ [[μάλα]] γε» ή «καὶ [[μάλα]] δή» — βεβαίως, [[μάλιστα]]<br />β) «[[μάλα]] [[πάντα]]» — όλα ανεξαιρέτως<br />γ) «[[μάλα]] [[μόλις]]» — [[μόλις]] και [[μετά]] βίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[μάλα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δίχα]], [[κρύφα]], [[λάθρα]]) ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ml</i>- της ΙΕ ρίζας <i>mel</i>- «[[μεγάλος]], [[δυνατός]], [[πολύς]], [[ωραίος]]» (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>multus</i> «[[πολύς]]», λεττον. <i>milus</i> «πολύ»). Ο [[συγκριτικός]] [[βαθμός]] του επιρρ., [[μᾶλλον]], σχηματισμένος όπως το συγκριτικό του επιρρ. [[τάχα]], <i>θᾱσσον</i>, εμφανίζει μακρό -<i>ᾱ</i>- [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ᾰ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>melius</i>, [[συγκριτικός]] του επιθ. <i>bonus</i> «[[ωραίος]]»). Ο τ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. [[μαλερός]] «[[ορμητικός]], [[βίαιος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάλα:''' [μᾰλᾰ],<br /><b class="num">I.</b> επίρρ., [[πολύ]], [[πάρα]] [[πολύ]], υπερβολικά, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">1.</b> επιτείνει τη [[λέξη]] με την οποία συντάσσεται, [[μάλα]] [[πολλά]], [[πάρα]] [[πολλά]], στον ίδ.· [[μάλα]] πάντες, [[μάλα]] [[πᾶσαι]], [[μάλα]] πάντα, όλοι μαζί, [[καθένας]], στον ίδ.· μάλ' [[ἀσκηθής]], εντελώς [[σώος]] από τραυματισμό, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀβληχρὸς μάλατοῖος</i>, τόσο [[πολύ]] [[αδύναμος]], στο ίδ.· ομοίως στην Αττ., μάλαδὴ [[πρεσβύτης]], [[πολύ]] ηλικιωμένος, σε Ξεν.· [[μάλα]] γέ τινες ὀλίγοι, σε Πλάτ.· ομοίως με επίρρ., [[πάγχυ]] [[μάλα]] και [[μάλα]] [[πάγχυ]], εντελώς, εξ ολοκλήρου, σε Ομήρ. Ιλ.· εὖ [[μάλα]], εξαιρετικά [[καλά]], σε Ομήρ. Οδ.· μάλ' [[αἰεί]], για πάντα ([[νῦν]] καὶ [[ἀεί]]), σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἄχρι]] [[μάλα]] κνέφαος, [[μέχρι]] το μαύρο, πλήρες [[σκοτάδι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[μάλα]] [[διαμπερές]], απ' [[άκρη]] σ' [[άκρη]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στην Αττ., δηλώνει επαναλαμβανόμενη [[πράξη]], μάλ' [[αὖθις]], <i>μάλ' αὖ</i>, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με ρήματα, <i>μὴ μὲ μάλ' αἴνεε</i>, μη με επαινείς υπερβολικά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡδὲ [[μάλα]] ἡνιόχευεν, αυτή οδηγούσε [[πολύ]] προσεκτικά το [[άρμα]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> επιτείνει έναν ισχυρισμό, εἰμάλα μιν [[χόλος]] ἵκοι, αν τον καταλάβει [[κάποτε]] τόσο [[μεγάλη]] [[οργή]], σε Όμηρ.· ομοίως, [[μάλα]] περ, συντασσόμενο με ένα [[μόριο]], [[μάλα]] περ [[μεμαώς]], αν και δεν έχω επιθυμήσει ([[κάτι]]) [[ποτέ]] τόσο [[πολύ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> στην Αττ. σε απαντήσεις, ναι, σίγουρα, ακριβώς έτσι, [[μάλα]] γε, σε Πλάτ., κ.λπ.· [[μάλα]] [[τοι]], σε Ξεν., κ.λπ.· καὶ [[μάλα]] δή, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Συγκρ. [[μᾶλλον]], περισσότερο, σε Όμηρ.· [[μᾶλλον]] τοῦ δέοντος, περισσότερο απ' όσο πρέπει, σε Πλάτ., Ξεν., κ.λπ.· παντὸς [[μᾶλλον]], περισσότερο απ' οτιδήποτε, δηλ. εντελώς σίγουρα, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> δηλώνει συνεχή [[αύξηση]] (μιας ιδιότητας), [[ακόμη]] περισσότερο, πιο [[πολύ]], σε Ομήρ. Οδ.· [[μᾶλλον]] [[μᾶλλον]], Λατ. [[magis]] magisque, σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[ενίοτε]] συνάπτεται με δεύτερο συγκρ. ῥηΐτεροι [[μᾶλλον]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[μᾶλλον]] [[ἆσσον]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[μᾶλλον]] δέ, [[πολύ]] περισσότερο, [[αλλά]] καλύτερα, <i>πολλοί</i>, [[μᾶλλον]] δὲ πάντες, σε Δημ.<br /><b class="num">5.</b> στη [[φράση]] [[μᾶλλον]] ἢ οὐ, το <i>οὐ</i> μοιάζει περιττό, ἥκει ὁ [[Πέρσης]] οὐδὲν [[μᾶλλον]] ἐπ' [[ἡμέας]] ἢ οὐ ἐπ' [[ὑμέας]], οι Πέρσες έχουν έρθει όχι τόσο [[εναντίον]] μας, όσο [[εναντίον]] σας, σε Ηρόδ.· στην [[περίπτωση]] αυτή του [[μᾶλλον]] ἢ οὐ προηγείται [[άλλη]] αρνητική [[έκφραση]].<br /><b class="num">6.</b> τὸ [[μάλα]] καὶ ἧττον ([[περίπου]]), είδος επιχειρήματος το οποίο ονομάζουμε (Λατ.) a fortiori, σε Αριστ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Υπερθ. [[μάλιστα]], [[πάρα]] [[πολύ]], περισσότερο απ' όλα, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[μάλιστα]] [[μέν]]..., [[ἔπειτα]] δέ..., [[πρώτα]] και πάνω απ' όλα... και [[κατόπιν]], σε Σοφ.· τί [[μάλιστα]]; ποιο είναι ακριβώς αυτό που θέλεις; σε Πλάτ.· <i>ὡς</i>ή [[ὅτι]] [[μάλιστα]], Λατ. [[quam]] [[maxime]], στον ίδ.· [[ὅσον]] [[μάλιστα]], σε Αισχύλ.· ὡς [[μάλιστα]], σίγουρα, σε απαντητικές φράσεις, σε Πλάτ.· ὡς [[δύναμαι]] [[μάλιστα]], στον ίδ.· [[μακρῷ]] [[μᾶλλον]], σε Ηρόδ. <b>2. α)</b> ἐς τὰ [[μάλιστα]], κατά το μεγαλύτερο [[μέρος]], κατ' εξοχήν, στον ίδ.· ομοίως, τὰ [[μάλιστα]], σε Θουκ. κ.λπ.· [[επιπλέον]], ἀνὴρ [[δόκιμος]] ὁμοῖα τῷ [[μάλιστα]], τόσο [[ξακουστός]] όσο αυτός που είναι ο κατ' εξοχήν ([[ξακουστός]]), σε Ηρόδ. <b>β)</b> <i>ἐν τοῖς μαλίστοις</i>, κατ' ἐξοχήν, όσο οτιδήποτε [[άλλο]], σε Θουκ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> το [[μάλιστα]] μπορεί να συναφθεί με υπερθ., [[ἔχθιστος]] [[μάλιστα]], [[μάλιστα]] [[φίλτατος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[μάλιστα]] [[φίλτατος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> με αριθμούς, το [[μάλιστα]] σημαίνει [[περίπου]], σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· ομοίως, ἐς [[μέσον]] [[μάλιστα]], [[περίπου]] στη [[μέση]], σε Ηρόδ.· ἥμισυ [[μάλιστα]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> το καὶ [[μάλιστα]] χρησιμ. σε απαντητικές φράσεις, με τη μεγαλύτερη [[σιγουριά]], Λατ. [[vel]] [[maxime]], σε Αριστοφ.· ομοίως, [[μάλιστα]] γε, σε Σοφ.· [[μάλιστα]] πάντων, σε Αριστοφ.
}}
}}