μαρτυρικός: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(24)
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαρτυρικός]], -ή, -όν) [[μάρτυρας]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάρτυρα ή στη [[μαρτυρία]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα [[μαρτυρικά]]<br />τροπάρια που ψάλλονται [[προς]] τιμήν τών μαρτύρων της Εκκλησίας<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από βάσανα ή ταλαιπωρίες («[[μαρτυρικός]] [[θάνατος]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαρτυρικόν</i><br />[[μαρτυρία]], [[παράδειγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) οι βίοι τών μαρτύρων της Εκκλησίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαρτυρικώς</i> και <i>ά</i> (AM μαρτυρικῶς)<br />με μαρτυρικό τρόπο<br /><b>μσν.</b><br />με βεβαιώσεις.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαρτυρικός]], -ή, -όν) [[μάρτυρας]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάρτυρα ή στη [[μαρτυρία]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[μαρτυρικά]]<br />τροπάρια που ψάλλονται [[προς]] τιμήν τών μαρτύρων της Εκκλησίας<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που χαρακτηρίζεται από βάσανα ή ταλαιπωρίες («[[μαρτυρικός]] [[θάνατος]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μαρτυρικόν</i><br />[[μαρτυρία]], [[παράδειγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) οι βίοι τών μαρτύρων της Εκκλησίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαρτυρικώς</i> και <i>ά</i> (AM μαρτυρικῶς)<br />με μαρτυρικό τρόπο<br /><b>μσν.</b><br />με βεβαιώσεις.
}}
}}

Revision as of 11:30, 14 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

μαρτῠρικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μάρτυρα, Ἐκκλ. Ἐπιρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον μάρτυρος, αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM μαρτυρικός, -ή, -όν) μάρτυρας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάρτυρα ή στη μαρτυρία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαρτυρικά
τροπάρια που ψάλλονται προς τιμήν τών μαρτύρων της Εκκλησίας
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από βάσανα ή ταλαιπωρίες («μαρτυρικός θάνατος»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μαρτυρικόν
μαρτυρία, παράδειγμα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οι βίοι τών μαρτύρων της Εκκλησίας.
επίρρ...
μαρτυρικώς και ά (AM μαρτυρικῶς)
με μαρτυρικό τρόπο
μσν.
με βεβαιώσεις.