ακουαρέλα: Difference between revisions

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[είδος]] ζωγραφικής, [[κατά]] την οποία ζωγραφίζει [[κανείς]] με χρώματα διαλυμένα στο [[νερό]]<br /><b>2.</b> [[πίνακας]] [[αυτού]] του είδους ζωγραφικής, [[υδατογραφία]]<br /><b>3.</b> το [[χρώμα]] που χρησιμοποιείται στην [[υδατογραφία]] (κν. [[νερομπογιά]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>Ξεν.</b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>aquarelle</i> <span style="color: red;"><</span> παλαιότ. ιταλ. τ. <i>acquarella</i> (σύγχρ. <i>acquerello</i>) «[[νερομπογιά]]» <span style="color: red;"><</span> υποκορ. <i>acqua</i> «[[νερό]]»].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[είδος]] ζωγραφικής, [[κατά]] την οποία ζωγραφίζει [[κανείς]] με χρώματα διαλυμένα στο [[νερό]]<br /><b>2.</b> [[πίνακας]] [[αυτού]] του είδους ζωγραφικής, [[υδατογραφία]]<br /><b>3.</b> το [[χρώμα]] που χρησιμοποιείται στην [[υδατογραφία]] (κν. [[νερομπογιά]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <b>Ξεν.</b> <span style="color: red;"><</span> γαλλ. <i>aquarelle</i> <span style="color: red;"><</span> παλαιότ. ιταλ. τ. <i>acquarella</i> (σύγχρ. <i>acquerello</i>) «[[νερομπογιά]]» <span style="color: red;"><</span> υποκορ. <i>acqua</i> «[[νερό]]»].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

η
1. είδος ζωγραφικής, κατά την οποία ζωγραφίζει κανείς με χρώματα διαλυμένα στο νερό
2. πίνακας αυτού του είδους ζωγραφικής, υδατογραφία
3. το χρώμα που χρησιμοποιείται στην υδατογραφία (κν. νερομπογιά).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ξεν. < γαλλ. aquarelle < παλαιότ. ιταλ. τ. acquarella (σύγχρ. acquerello) «νερομπογιά» < υποκορ. acqua «νερό»].