αλατισιά: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ποσότητα]] αλατιού αρκετή για το [[αλάτισμα]] ενός φαγητού<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] όπου δίνουν στα [[γιδοπρόβατα]] [[αλάτι]] για [[φαγητό]], η [[αλαταριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλάτιση</i> <span style="color: red;"><</span> [[αλατίζω]]].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ποσότητα]] αλατιού αρκετή για το [[αλάτισμα]] ενός φαγητού<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] όπου δίνουν στα [[γιδοπρόβατα]] [[αλάτι]] για [[φαγητό]], η [[αλαταριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλάτιση</i> <span style="color: red;"><</span> [[αλατίζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:13, 29 December 2020

Greek Monolingual

η
1. ποσότητα αλατιού αρκετή για το αλάτισμα ενός φαγητού
2. το μέρος όπου δίνουν στα γιδοπρόβατα αλάτι για φαγητό, η αλαταριά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάτιση < αλατίζω].