Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
η
1. ποσότητα αλατιού αρκετή για το αλάτισμα ενός φαγητού
2. το μέρος όπου δίνουν στα γιδοπρόβατα αλάτι για φαγητό, η αλαταριά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάτιση < αλατίζω].