αλεξίπτωτο: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το <b>(Αερον.)</b><br />ομπρελοειδής [[διάταξη]] η οποία προορίζεται να επιβραδύνει την [[πτώση]] ενός σώματος [[μέσα]] στην [[ατμόσφαιρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλεξι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτώση]]. Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. <i>parachute</i> <span style="color: red;"><</span> <i>para</i>-([[στοιχείο]] που εκφράζει την [[έννοια]] της προφυλάξεως) <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>parer</i> «[[εμποδίζω]], [[προφυλάσσω]] από» <span style="color: red;">+</span> <i>chute</i> «[[πτώση]]»].
|mltxt=το <b>(Αερον.)</b><br />ομπρελοειδής [[διάταξη]] η οποία προορίζεται να επιβραδύνει την [[πτώση]] ενός σώματος [[μέσα]] στην [[ατμόσφαιρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αλεξι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτώση]]. Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. <i>parachute</i> <span style="color: red;"><</span> <i>para</i>-([[στοιχείο]] που εκφράζει την [[έννοια]] της προφυλάξεως) <span style="color: red;"><</span> ρ. <i>parer</i> «[[εμποδίζω]], [[προφυλάσσω]] από» <span style="color: red;">+</span> <i>chute</i> «[[πτώση]]»].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

το (Αερον.)
ομπρελοειδής διάταξη η οποία προορίζεται να επιβραδύνει την πτώση ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεξι- + πτώση. Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. parachute < para-(στοιχείο που εκφράζει την έννοια της προφυλάξεως) < ρ. parer «εμποδίζω, προφυλάσσω από» + chute «πτώση»].