αλεξίπτωτο
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
Greek Monolingual
το (Αερον.)
ομπρελοειδής διάταξη η οποία προορίζεται να επιβραδύνει την πτώση ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεξι- + πτώση. Απόδοση στα Ελληνικά του γαλλ. parachute < para-(στοιχείο που εκφράζει την έννοια της προφυλάξεως) < ρ. parer «εμποδίζω, προφυλάσσω από» + chute «πτώση»].