αλευροειδής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[αλεύρι]]<br /><b>2.</b> που [[είναι]] ευκολότριφτος όπως το [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλεύρι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]].
|mltxt=-ές<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[αλεύρι]]<br /><b>2.</b> που [[είναι]] ευκολότριφτος όπως το [[αλεύρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλεύρι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[είδος]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που μοιάζει με αλεύρι
2. που είναι ευκολότριφτος όπως το αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεύρι + -ειδής < είδος].