αλωπεκία: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀλωπεκία]])<br />[[αρρώστια]], [[κατά]] την οποία παρατηρείται [[πτώση]] ή προσωρινή [[έλλειψη]] τών τριχών, [[κυρίως]] δε τών τριχών του κεφαλιού, η [[ψώρα]] τών αλεπούδων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φωλιά]] της αλεπούς<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ ἀλωπεκίαι</i>, φαλακρά τμήματα του κεφαλιού.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[ἀλωπεκία]])<br />[[αρρώστια]], [[κατά]] την οποία παρατηρείται [[πτώση]] ή προσωρινή [[έλλειψη]] τών τριχών, [[κυρίως]] δε τών τριχών του κεφαλιού, η [[ψώρα]] τών αλεπούδων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φωλιά]] της αλεπούς<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>αἱ ἀλωπεκίαι</i>, φαλακρά τμήματα του κεφαλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωπεκ</i>- θ. της λ. [[ἀλώπηξ]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ία</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωπεκικός]], [[αλωπεκιώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Α ἀλωπεκία)
αρρώστια, κατά την οποία παρατηρείται πτώση ή προσωρινή έλλειψη τών τριχών, κυρίως δε τών τριχών του κεφαλιού, η ψώρα τών αλεπούδων
αρχ.
1. φωλιά της αλεπούς
2. πληθ. αἱ ἀλωπεκίαι, φαλακρά τμήματα του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλωπεκ- θ. της λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ία.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλωπεκικός, αλωπεκιώ].