αμβλυωπία: Difference between revisions
From LSJ
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀμβλυωπία]])<br />αμβλεία, αδύνατη όραση.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[ἀμβλυωπία]])<br />αμβλεία, αδύνατη όραση.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμβλυωπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμβλυωπικός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:25, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Α ἀμβλυωπία)
αμβλεία, αδύνατη όραση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμβλυωπός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμβλυωπικός].