αμβλυωπία
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Greek Monolingual
η (Α ἀμβλυωπία)
αμβλεία, αδύνατη όραση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμβλυωπός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμβλυωπικός].