ἀμβλυωπία
νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face
English (LSJ)
ἡ, dim-sightedness, Hp.Aph.3.33 (pl.), Pl.Hp.Mi.374d, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
visión borrosa o deformada, miopía o astigmatismo Hp.Aph.3.31, Pl.Hp.Mi.374d, Arist.Mir.847a2, Str.16.2.41, Plu.2.732c, Ph.2.452, Thessal.167.10, D.C.57.2.4, Paul.Aeg.3.22.25.
German (Pape)
[Seite 118] ἡ, Stumpf-, Blödsichtigkeit, Plat. Hipp. min. 374 d; Medic.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
faiblesse de la vue.
Étymologie: ἀμβλύς, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβλυωπία: ἡ слабое зрение, подслеповатость Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλυωπία: ἡ, ἡ ἀμβλεῖα ὅρασις, Ἱππ. 1248, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 348D, κτλ.
Greek Monolingual
η (Α ἀμβλυωπία)
αμβλεία, αδύνατη όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλυωπός.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμβλυωπικός].
Greek Monotonic
ἀμβλυωπία: ἡ, αμβλεία όραση, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἀμβλύς, ὤψ]
dim-sightedness, Plat.