άμιππος: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἅμιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που [[είναι]] δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἅμιπποι</i><br />πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν [[ανάμεσα]] στους ιππείς.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἅμιππος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που [[είναι]] δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἅμιπποι</i><br />πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν [[ανάμεσα]] στους ιππείς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅμα</i> «συγχρόνως [[μαζί]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]]. | ||
}} | }} |