δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἅμιππος, -ον (Α)1. αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που είναι δηλ. ταχύς σαν άλογο2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἅμιπποιπεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν ανάμεσα στους ιππείς.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμα «συγχρόνως μαζί» + ἵππος.