ανατομικός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465
(4)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ός (Α [[ἀνατομικός]], -όν) [[ανατομή]]<br />[[εκείνος]] που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ανατομία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) κατασκευασμένος [[κατά]] τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες υγιεινής του οργανισμού («ανατομικά υποδήματα»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ανατομική]]<br />(ενν. [[επιστήμη]]) (βιολ.-ιατρ.) [[κλάδος]] της βιολογίας και της ιατρικής που μελετά με ανατομές την [[κατασκευή]] τών έμβιων οργανισμών και ειδικότερα του ανθρώπου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, <i>η [[ανατομικός]]<br />[[επιστήμων]] που μελετά και διδάσκει [[ανατομία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ανατομικά εκμαγεία» — εκμαγεία τμημάτων του ανθρώπινου σώματος που χρησιμεύουν για σπουδές<br />β) «ανατομικές αναλογίες» — αναλογίες κανονικού σώματος.
|mltxt=-ή, -ό, θηλ. και -ός (Α [[ἀνατομικός]], -όν) [[ανατομή]]<br />[[εκείνος]] που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ανατομία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πράγμ.</b>) κατασκευασμένος [[κατά]] τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες υγιεινής του οργανισμού («ανατομικά υποδήματα»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ανατομική]]<br />(ενν. [[επιστήμη]]) (βιολ.-ιατρ.) [[κλάδος]] της βιολογίας και της ιατρικής που μελετά με ανατομές την [[κατασκευή]] τών έμβιων οργανισμών και ειδικότερα του ανθρώπου<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ο</i>, η [[ανατομικός]]<br />[[επιστήμων]] που μελετά και διδάσκει [[ανατομία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ανατομικά εκμαγεία» — εκμαγεία τμημάτων του ανθρώπινου σώματος που χρησιμεύουν για σπουδές<br />β) «ανατομικές αναλογίες» — αναλογίες κανονικού σώματος.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. και -ός (Α ἀνατομικός, -όν) ανατομή
εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην ανατομία
νεοελλ.
1. (για πράγμ.) κατασκευασμένος κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες υγιεινής του οργανισμού («ανατομικά υποδήματα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ανατομική
(ενν. επιστήμη) (βιολ.-ιατρ.) κλάδος της βιολογίας και της ιατρικής που μελετά με ανατομές την κατασκευή τών έμβιων οργανισμών και ειδικότερα του ανθρώπου
3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η ανατομικός
επιστήμων που μελετά και διδάσκει ανατομία
4. φρ. α) «ανατομικά εκμαγεία» — εκμαγεία τμημάτων του ανθρώπινου σώματος που χρησιμεύουν για σπουδές
β) «ανατομικές αναλογίες» — αναλογίες κανονικού σώματος.