ἀνεπίληπτος: Difference between revisions

3
(4)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπίληπτος]], -ον)<br />μη [[επιλήψιμος]], [[άμεμπτος]], [[άψογος]], [[τέλειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[επίληπτος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επιλαμβάνω</i>) «αξιοκατάκριτος, [[επιλήψιμος]]»].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπίληπτος]], -ον)<br />μη [[επιλήψιμος]], [[άμεμπτος]], [[άψογος]], [[τέλειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[επίληπτος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επιλαμβάνω</i>) «αξιοκατάκριτος, [[επιλήψιμος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίληπτος:''' -ον, αυτός που δεν επιδέχεται [[επίθεση]], [[αδιάβλητος]], [[άμεμπτος]], σε Ευρ., Θουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Ξεν.
}}
}}