ἀνεπίληπτος

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίληπτος Medium diacritics: ἀνεπίληπτος Low diacritics: ανεπίληπτος Capitals: ΑΝΕΠΙΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: anepílēptos Transliteration B: anepilēptos Transliteration C: anepiliptos Beta Code: a)nepi/lhptos

English (LSJ)

ἀνεπίληπτον, not open to attack, τοῖς ἐχθροῖς Th.5.17; not censured, blameless, βίος v.l. in E.Or.922, X.Cyr.1.2.15; perfect, τέχνη Ph.1.15; ἀνεπιληπτότερον less open to criticism, Pl.Phlb. 43c; ἐξουσία ἀνεπίληπτος = not subject to control, D.H.2.14; unassailable, not subject to cancellation, συγγραφαί PTaur.1.7.15. Adv. ἀνεπιλήπτως = without being attacked X.An.7.6.37, Ph.2.2,al.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no puede ser suprimido συγγραφαί UPZ 162.7.15 (II a.C.), cf. PTeb.5.48 (II a.C.)
no sometido a control ἐξουσία D.H.2.14.
2 de pers. no expuesto a ser acusado, irreprochable de Nicias, Th.5.17, Πέρσαι X.Cyr.1.2.15, διαφύλαξαν ἀνεπιλήπτους ἑαυτούς Plb.30.7.6, οἱ ... ἀπὸ Πύρρωνος Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170a, ἢν δὲ ... καθαρὸς ὑμῖν καὶ ἀνεπίληπτος εὐρίσκωμαι Luc.Pisc.8, οἱ σύμμαχοι Ph.2.132
de abstr. perfecto, irreprochable τὸ λεγόμενον Pl.Phlb.43c, δοκιμασία Ph.2.362, τέχνη Ph.1.15, D.Chr.12.66, νόμος φύσεως Ph.1.349, προαίρεσις Plb.14.2.14.
3 subst. τὸ ἀνεπίληπτον = la perfección τῆς ὀροφῆς ... τὸ ἀνεπίληπτον Luc.Dom.7.
II adv. ἀνεπιλήπτως = sin peligro, ἀνεπιλήπτως πορεύεσθαι X.An.7.6.37.

German (Pape)

[Seite 224] dem nicht beizukommen ist, tadellos, βίος Eur. Or. 922; ἀνεπιληπτότερον Plat. Phil. 43 c; Thuc. 3, 17; ἐξουσία, absolute Gewalt, Dion. H. 2, 14. – Adv., Xen. An. 7, 6, 37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non exposé à être attaqué ; fig. irréprochable.
Étymologie: , ἐπιλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπίληπτος:
1 неуязвимый для нападок (τοῖς ἐχθροῖς Thuc.): ὦδ᾽ ἔσται ἀνεπιληπτότερον τὸ λεγόμενον Plat. правильнее будет сказать вот как;
2 безупречный, непорочный (βίος Eur., Xen., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίληπτος: -ον, ἀδιάβλητος, τοῖς ἐχθροῖς Θουκ. 5. 17· ὁ μὴ ἐπιτιμηθείς, ἄμεμπτος, βίος Εὐρ. Ὀρ. 922, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15· ἀνεπιληπτότερον, ἧττον ἐκτεθειμένον εἰς μομφήν, ἀμεμπτότερον, Πλάτ. Φίλ. 43C· ἐξουσία ἀν., ἀπόλυτος, Διον. Ἁλ. 2. 14· τέχνη Φίλων 1. 15. - Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of ἐπιλαμβάνομαι; not arrested, i.e. (by implication) inculpable: blameless, unrebukeable.

English (Thayer)

(L T Tr WH ἀνεπίλημπτος; see Mu, ἀνεπίληπτον (alpha privative and ἐπιλαμβάνω), properly, not apprehended, that cannot be laid hold of; hence, that cannot be reprehended, not open to censure, irreproachable (Tittmann i., p. 31; Trench, § ciii.): Euripides and) Thucydides down.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπίληπτος, -ον)
μη επιλήψιμος, άμεμπτος, άψογος, τέλειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίληπτος (< επιλαμβάνω) «αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος»].

Greek Monotonic

ἀνεπίληπτος: -ον, αυτός που δεν επιδέχεται επίθεση, αδιάβλητος, άμεμπτος, σε Ευρ., Θουκ.· επίρρ. -τως, σε Ξεν.

Middle Liddell

not open to attack, not censured, blameless, Eur., Thuc.: adv. -τως, Xen.

English (Woodhouse)

free from reproach, not liable to blame

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

non obnoxius, not liable, 5.17.1.

Translations

irreproachable

Bulgarian: безукорен; Esperanto: senmanka; French: irréprochable; German: einwandfrei, tadellos, unbescholten, unsträflich, untadelhaft, untadelig; Greek: άμεμπτος; Ancient Greek: ἄβακτος, ἄβυκτος, ἀκατάψεκτος, ἀλοιδόρητος, ἄμεμπτος, ἀμεμφής, ἀμεμψιμοίρητος, ἄμομφος, ἀμύμων, ἄμωμος, ἀνεξέλεγκτος, ἀνεπίλημπτος, ἀνεπίληπτος, ἀνεπίφθονος, ἀνεύθυνος, ἀνονείδιστος; Hungarian: feddhetetlen; Italian: irreprensibile; Luxembourgish: irreprochabel; Manx: gyn cron, neuchyndagh, neuoltooanagh; Norwegian: daddelfri; Bokmål: uklanderlig; Polish: nienaganny, nieskazitelny, nieposzlakowany; Portuguese: irreprochável; Romanian: ireproșabil; Russian: безукоризненный