3,271,376
edits
(3) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνεπίληπτος:''' -ον, αυτός που δεν επιδέχεται [[επίθεση]], [[αδιάβλητος]], [[άμεμπτος]], σε Ευρ., Θουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀνεπίληπτος:''' -ον, αυτός που δεν επιδέχεται [[επίθεση]], [[αδιάβλητος]], [[άμεμπτος]], σε Ευρ., Θουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεπίληπτος:''' <b class="num">1)</b> неуязвимый для нападок (τοῖς ἐχθροῖς Thuc.): ὦδ᾽ [[ἔσται]] ἀνεπιληπτότερον τὸ λεγόμενον Plat. правильнее будет сказать вот как;<br /><b class="num">2)</b> безупречный, непорочный ([[βίος]] Eur., Xen., Plut.). | |||
}} | }} |