Anonymous

ἀνεπίληπτος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίληπτος:''' -ον, αυτός που δεν επιδέχεται [[επίθεση]], [[αδιάβλητος]], [[άμεμπτος]], σε Ευρ., Θουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀνεπίληπτος:''' -ον, αυτός που δεν επιδέχεται [[επίθεση]], [[αδιάβλητος]], [[άμεμπτος]], σε Ευρ., Θουκ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίληπτος:''' <b class="num">1)</b> неуязвимый для нападок (τοῖς ἐχθροῖς Thuc.): ὦδ᾽ [[ἔσται]] ἀνεπιληπτότερον τὸ λεγόμενον Plat. правильнее будет сказать вот как;<br /><b class="num">2)</b> безупречный, непорочный ([[βίος]] Eur., Xen., Plut.).
}}
}}