ανθρωποπρεπής: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
(4) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνθρωποπρεπής]] (- | |mltxt=[[ἀνθρωποπρεπής]] (-οῦς), -ές (AM)<br />αυτός που αρμόζει σε άνθρωπο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 19:50, 13 June 2022
Greek Monolingual
ἀνθρωποπρεπής (-οῦς), -ές (AM)
αυτός που αρμόζει σε άνθρωπο.