αρμονία: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἁρμονία]])<br /><b>1.</b> [[συμμετρία]] ή συμμετρική [[διάταξη]] πραγμάτων σ' ένα [[σύνολο]]<br /><b>2.</b> η [[ομόνοια]] στις σχέσεις των ανθρώπων, η [[ευταξία]]<br /><b>3.</b> η ορθή [[αναλογία]], η συμμετρική [[διάταξη]]<br /><b>4.</b> η ηχητική [[αρμονία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[άρθρωση]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέσο]] για [[συναρμολόγηση]]<br /><b>2.</b> [[σύνδεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. η οποία ήδη από τους αρχαίους χρόνους χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] στην [[τεχνική]] [[ορολογία]] ([[ανατομία]], [[μουσική]], οικοδομική, ξυλουργική), διευρύνθηκε δε σημασιολογικά στη Νεοελληνική. Το αφηρημένο ουσ. [[αρμονία]] προϋποθέτει για τον σχηματισμό του το επίθ. <i>άρμων</i> (<span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>), που μαρτυρείται μόνο ως κύριο όνομα (<i>Άρμων</i>), ως β' συνθετικό ([[βητάρμων]]) και πιθ. στη «[[γλώσσα]]» του <b>Ησύχ.</b> (<i>αρμόσυνοι</i>). Ετυμολογικά θεωρείται ότι ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>αr</i>-(«[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]» — <b>[[πρβλ]].</b> [[αραρίσκω]]) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>men</i>- / -<i>mon</i>-. Ο τ. [[αρμονία]] εισάχθηκε μέσω του λατ. <i>harmonia</i> σε άλλες σύγχρονες γλώσσες, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>harmony</i>, γαλλ. <i>harmonie</i>, γερμ. <i>Harmonie</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρμονίζω]], [[αρμονικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αρμονιομετρία]], [[δυσαρμονία]]].
|mltxt=η (AM [[ἁρμονία]])<br /><b>1.</b> [[συμμετρία]] ή συμμετρική [[διάταξη]] πραγμάτων σ' ένα [[σύνολο]]<br /><b>2.</b> η [[ομόνοια]] στις σχέσεις των ανθρώπων, η [[ευταξία]]<br /><b>3.</b> η ορθή [[αναλογία]], η συμμετρική [[διάταξη]]<br /><b>4.</b> η ηχητική [[αρμονία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[άρθρωση]] του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέσο]] για [[συναρμολόγηση]]<br /><b>2.</b> [[σύνδεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. η οποία ήδη από τους αρχαίους χρόνους χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] στην [[τεχνική]] [[ορολογία]] ([[ανατομία]], [[μουσική]], οικοδομική, ξυλουργική), διευρύνθηκε δε σημασιολογικά στη Νεοελληνική. Το αφηρημένο ουσ. [[αρμονία]] προϋποθέτει για τον σχηματισμό του το επίθ. <i>άρμων</i> (<span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>), που μαρτυρείται μόνο ως κύριο όνομα (<i>Άρμων</i>), ως β' συνθετικό ([[βητάρμων]]) και πιθ. στη «[[γλώσσα]]» του <b>Ησύχ.</b> (<i>αρμόσυνοι</i>). Ετυμολογικά θεωρείται ότι ανάγεται στη [[ρίζα]] <i>αr</i>-(«[[συνάπτω]], [[συναρμόζω]]» — πρβλ. [[αραρίσκω]]) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>men</i>- / -<i>mon</i>-. Ο τ. [[αρμονία]] εισάχθηκε μέσω του λατ. <i>harmonia</i> σε άλλες σύγχρονες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. <i>harmony</i>, γαλλ. <i>harmonie</i>, γερμ. <i>Harmonie</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρμονίζω]], [[αρμονικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αρμονιομετρία]], [[δυσαρμονία]]].
}}
}}